- δεκατημόριον
- δεκᾰτη-μόριον, τό, ([etym.] μέρος)A tenth part, Pl.Lg.924a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεκατημόριον — tenth part neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατημορίῳ — δεκατημόριον tenth part neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατημόριο — το (AM δεκατημόριον) το ένα δέκατο ποσότητας ή επιφάνειας … Dictionary of Greek